καραβοστάσι

καραβοστάσι
Ονομασία τριών οικισμών. 1. Οικισμός (389 κάτ.) του νομού Θεσπρωτίας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Πέρδικας. 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 26 κάτ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, στην ανατολική ακτή του Λακωνικού κόλπου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ασωπού. 3. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 60 κάτ.) στην πρώην επαρχία Οιτύλου του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νομού, στον μυχό του όρμου Λιμένι. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οιτύλου.
* * *
το
μέρος τής θάλασσας κοντά στην ακτή κατάλληλο για προσωρινή παραμονή τών πλοίων, αγκυροβόλιο, αραξοβόλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καράβι + στάσι (< -στάσιον < ασθενές θ. στᾰ- τού -στη-μι), πρβλ. εικονο-στάσι, λιο-στάσι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καραβοστάσι — το αγκυροβόλιο, αραξοβόλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Δύμη — I Μία από τις δώδεκα πόλεις της αρχαίας Αχαΐας. Η θέση της προσδιορίζεται, σύμφωνα με στοιχεία από τον Στράβωνα και τον Παυσανία, στη νότια ακτή του Πατραϊκού κόλπου, πιθανώς κοντά στο Καραβοστάσι (Κάστρο), περίπου 12 χλμ. Α του Άραξου. Η περιοχή …   Dictionary of Greek

  • Asopos (Lakonien) — Stadtgemeinde Asopos (1996–2010) Δήμος Ασωπού (Ασωπός) …   Deutsch Wikipedia

  • καλόγερος — I Ονομασία δύο νησίδων οτυ Αιγαίου πελάγους. 1. Ακατοίκητη νησίδα των κεντρικών Κυκλάδων. Βρίσκεται στο στενό Φολεγάνδρου Σικίνου, κοντά στη νοτιοδυτική ακτή της Σικίνου. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Σικίνου του νομού Κυκλάδων. 2.… …   Dictionary of Greek

  • καράβι — Ονομασία διαφόρων μικρών νησιών της Ελλάδας. 1. Νησί της συστάδας των Οθωνών. 2. Νησί που βρίσκεται 3 χλμ. Ν του ακρωτηρίου Κεφάλι της Κέρκυρας. Από μακριά μοιάζει με καράβι που τραβά τη βάρκα του. Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, πρόκειται για… …   Dictionary of Greek

  • ναύσταθμος — Λιμάνι ή όρμος, κατάλληλα διασκευασμένος, όπου λιμενίζονται πολεμικά πλοία και υπάρχουν εγκαταστάσεις για την επισκευή, τον εξοπλισμό και τις άλλες ανάγκες του πολεμικού ναυτικού. Ο ν. ήταν ό,τι και το νεώριο των αρχαίων ή το καραβοστάσι ή ο… …   Dictionary of Greek

  • Αργοστόλι — Πόλη, (9.037 κάτ.) του νομού Κεφαλληνίας, πρωτεύουσα του νομού και έδρα του ομώνυμου δήμου της Κεφαλονιάς. Η πόλη καταστράφηκε εντελώς στους σεισμούς του 1953 και ξαναχτίστηκε ολόκληρη, πιο σύγχρονη, αλλά χωρίς το παλαιό χαρακτηριστικό της χρώμα …   Dictionary of Greek

  • Λακωνίας, νομός — Διοικητική διαίρεση (3.636 τ. χλμ., 99.637 κάτ.) της περιφέρειας Πελοποννήσου. Καλύπτει την ιστορική και γεωγραφική περιοχή της νοτιοανατολικής Πελοποννήσου, που είναι γνωστή ως Λακωνία και Λακωνική. Ο ν.Λ. συνορεύει στα Β με τον νομό Αρκαδίας,… …   Dictionary of Greek

  • όρμος — ο μέρος της θάλασσας κατάλληλο για αγκυροβόλημα των πλοίων, αλλ. καραβοστάσι, το, αγκυροβόλι, το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”